- καρδιοειδής
- καρδιο-ειδής, ές, herzförmig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρδιοειδής — Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη που σχηματίζεται από την τροχιά που διαγράφει ένα σημείο της κινητής περιφέρειας Κ, καθώς αυτή περιστρέφεται εφαπτόμενη στην ακίνητη περιφέρεια Γ· και οι δύο αυτές περιφέρειες έχουν ίσες τις ακτίνες τους (όπως… … Dictionary of Greek
καρδιοειδῆ — καρδιοειδής heart shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καρδιοειδής heart shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καρδιοειδής heart shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοειδές — καρδιοειδής heart shaped masc/fem voc sg καρδιοειδής heart shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοειδῶς — καρδιοειδής heart shaped adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σχημος (< σχῆμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ιάκωβο Χ. Δραγάτση] … Dictionary of Greek
Πασκάλ, Ετιέν — (Pascal, Κλερμόν Φεράν 1588 – Παρίσι 1651). Γάλλος μαθηματικός και δικαστής. Πατέρας του φιλοσόφου Πασκάλ, ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Δικαστηρίου Κρατικών Αρωγών στο Κλερμόν Φεράν έως το 1631 και διετέλεσε οικονομικός επιθεωρητής στη Ρουέν… … Dictionary of Greek